- Βούνοι
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται ΒΑ της πόλης της Χαλκίδας, στις δυτικές απολήξεις του όρους Δίρφυς. Οι Β. υπάγονται διοικητικά στον δήμο Διρφύων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουνοί — βουνός hill masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοῦνοι — Βοῦνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αΐτης — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ονομάτων που δηλώνουν τοπική προέλευση ή παρωνύμιο. Σχηματίστηκε αρχικά σε μεταγεν. εθνικά και παρώνυμα ονόματα που είχαν στο θέμα τους αι: Αθήναι > Αθηναι ίτης > Αθηνα ΐτης, σπήλαιον > σπηλαι ίτης > σπηλα… … Dictionary of Greek
Κεκαυμένος — Επώνυμο βυζαντινών στρατηγών. 1. Κατακαλών (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.). Πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων που διεξήγαγε ο αυτοκράτορας Βασίλειος B’ ο Βουλγαροκτόνος (976 1025) και στη νικηφόρα εκστρατεία του στρατηγού Γ. Μανιάκη… … Dictionary of Greek